- ξυλογραφώ
- (Α ξυλογραφῶ, -έω)νεοελλ.ασχολούμαι με την ξυλογραφίααρχ.παθ. ξυλογραφοῡμαι, -έομαιείμαι σκαλισμένος σε ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. κηρο-γραφώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλογράφημα — το η εικόνα από την εκτύπωση τής ξυλογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek